- μουτζοπαντρεμένη
- μουτζοπαντρεμένη, ἡ (Μ)βλ. μουντζοπαντρεμένη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουντζοπαντρεμένη — και μουτζοπαντρεμένη, ἡ (Μ) παντρεμένη γυναίκα που έχει διαπομπευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μούντζα + παντρεμένη (< παντρεύομαι)] … Dictionary of Greek